- ενουρώ
- (AM ἐνουρῶ, -έω) [ουρώ]νεοελλ.(για παιδιά) κατουριέμαι στον ύπνο μουαρχ.-μσν.ουρώ μέσα σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενουρήθρα — ἐνουρήθρα, η και ἐνούρηθρον, το (Α) [ενουρώ] ουροδοχείο … Dictionary of Greek
ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… … Dictionary of Greek